πανδουράς

πανδουράς
ο
πολύχορδο μουσικό όργανο τής οικογένειας τού λαούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανδούρα, κατά το ταμπουράς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανδούρας — πανδούρᾱς , πανδούρα three stringed lute fem acc pl πανδούρᾱς , πανδούρα three stringed lute fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδούρα — Αρχαίο έγχορδο μουσικό όργανο με 3 χορδές. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πολυδεύκη το χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες και οι Ασσύριοι. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζονταν και ορισμένα άλλα όργανα συγγενικά με την κιθάρα. Η π. λέγεται και πανδουράς (ο) και …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων (Αθηνών) — Η συλλογή, έργο ζωής του Φοίβου Ανωγειαννάκη, στεγάζεται στο όμορφο και λιτό αρχοντικό του 1842, του οπλαρχηγού Λασσάνη, στην καρδιά της Πλάκας (Διογένους 1 3, Πλατεία Αέρηδων). Για τη συλλογή των 1.200 περίπου λαϊκών οργάνων, που είναι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”